- συνανασκευάζω
- Αανασκευάζω, αναιρώ κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνανασκευάζειν — συνανασκευάζω refute along with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανασκευάζεσθαι — συνανασκευάζω refute along with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανασκευάζεται — συνανασκευάζω refute along with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανασκευή — ἡ, Α [συνανασκευάζω] ταυτόχρονη ανασκευή, ταυτόχρονη αναίρεση … Dictionary of Greek